δισώματος

δισώματος
και δίσωμος, -η, -ο (Α δισώματος και δίσωμος, -ον)
1. (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό σώμα
2. αυτός που έχει δύο θαλάμους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δισώματος — double bodied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισώματον — δισώματος double bodied masc/fem acc sg δισώματος double bodied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισωμάτους — δισώματος double bodied masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισώματοι — δισώματος double bodied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσωμος — βλ. δισώματος …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿՄԱՐՄԻՆ — (մնոյ, ոց.) NBH 1 0694 Chronological Sequence: 6c ա. δισώματος bicorporeus, bicorpores Ունօղ զերկու մարմինս. երկկերպի. խառնակ կենդանի. *Լռեմ զառասպելեացն ստեղծուածս, եւ զերկմարմինսն, որք ի սկզբանն խառնեալք ... ի բաց անջատեցան. Փիլ. տեսական …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”